Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εναρκτήριος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναρκτήριος -α -ο [enarktírios] Ε6 : με τον οποίο αρχίζει ένα έργο, μια δραστηριότητα· που γίνεται για την έναρξη, και γι΄ αυτό έχει συνήθ. χαρακτήρα επίσημο ή πανηγυρικό: Εναρκτήριο μάθημα, το πρώτο. Εναρκτήρια τελετή / ομιλία. ~ λόγος. (έκφρ.) εναρκτήριο λάκτισμα*.

[λόγ. εναρκ- (δες έναρξις) -τήριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες