Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εναπόθεση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναπόθεση η [enapóθesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εναποθέτω. || (συνήθ. πληθ.) εναπόθεμα: Εναποθέσεις αλάτων στον πυθμένα ενός λέβητα.

[λόγ. < ελνστ. ἐναπόθε(σις) `κατάθεση΄ -ση κατά τη σημ. των εναποθέτω, εναπόθεμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go