Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εναπόθεμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναπόθεμα το [enapóθema] Ο49 : (συνήθ. επιστ.) ό,τι εναποτίθεται· η μάζα των υλικών που συγκεντρώνεται κάπου ως αποτέλεσμα μιας μετακίνησης, ροής κτλ.: Tα εναποθέματα στις όχθες των ποταμών, τα υλικά που μεταφέρονται και συγκεντρώνονται στις όχθες τους, ύστερα από πλημμύρα. Aργιλώδη εναποθέματα.

[λόγ. εν- απόθεμα απόδ. γαλλ. dépἄt ή αγγλ. deposit]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go