Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εναντιομορφισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναντιομορφισμός ο [enandiomorfizmós] Ο17 : η ομοιότητα πραγμάτων που το ένα είναι κατοπτρική εικόνα του άλλου· εναντιομορφία.

[λόγ. < αγγλ. enantiomorphism < γερμ. enantiomorph = εναντιόμορφ(ος) -ism = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go