Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εναιώρημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναιώρημα το [eneórima] Ο49 : διάλυμα στερεάς ουσίας σε υγρό, που τα μόριά της δεν έχουν διαλυθεί αλλά αιωρούνται.

[λόγ. < αρχ. ἐναιώρημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες