Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εναγκαλισμός ο [enaŋgalizmós] Ο17 : (λόγ.) α. αγκάλιασμα, περίπτυξη. β. (μτφ., συνήθ. πληθ.) στενές σχέσεις συνεργασίας: Οι εναγκαλισμοί του με το καθεστώς των τυράννων.
[λόγ. εναγκαλισ- (εναγκαλίζομαι) -μός]



