Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενίσταμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενίσταμαι [enístame] Ρ : (λόγ., επίσ.) προβάλλω, διατυπώνω αντίρρηση σε αξίωση, ισχυρισμό, απόφαση, ενέργεια κτλ., γραπτά ή προφορικά· (πρβ. αντιτίθεμαι). || (ειδ. νομ.) υποβάλλω, κάνω ένσταση: ~ κατά της απόφασης του δικαστηρίου.

[λόγ. < ελνστ. μέσο ρ. ἐνίσταμαι `ασκώ βέτο΄ για τους Ρωμαίους δημάρχους (αρχ. ἐνίστημι `τοποθετώ μέσα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες