Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενήμερα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ενήμερα, επίρρ.· ανήμερα.
  • Την ίδια ημέρα (συν. εορτής):
    • ενήμερα τῃ μεγάλῃ Τρίτῃ εκοιμήθη ο μητροπολίτης (Πανάρ. 7521
    • ανήμερα το Πάσχα (Συναδ. φ. 69ν).

[<συνεκφ. εν ημέρᾳ (αρχ., L‑S, λ. ημέρα ΙΙΙ). Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go