Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενέχομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενέχομαι [enéxome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : α.είμαι αναμεμειγμένος σε πράξη κολάσιμη ή επιλήψιμη: Σημαίνοντα πρόσωπα ενέχονται σε σοβα ρά σκάνδαλα. β. (ειδ. νομ.) έχω ενοχή, υποχρεούμαι σε παροχή: Ο οφειλέτης ενέχεται για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του που οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια. Οι μέτοχοι ενέχονται στις ζημίες.

[λόγ. < αρχ. ἐνέχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες