Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενάντιος -α -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
εναντίος, επίθ.· ανάντιος· ενάντιος· ’ναντίος.
  • I. Επίθ.
    • 1)
      • α) Αντίθετος:
        • (Ερωτόκρ. Β´ 1204
      • β) αταίριαστος:
        • εφήκε τα εναντία και άχρηστα εις τας κρίσεις (Βακτ. αρχιερ. 212).
    • 2)
      • α) Δυσάρεστος:
        • μηνύματα εναντία (Αχιλλ. N 178
      • β) δυσμενής:
        • τύχην ενάντιαν (Λίμπον. 224
      • γ) (προκ. για καιρό ή άνεμο) όχι ευνοϊκός, αντίθετος:
        • (Χρον. σουλτ. 578), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 36411
      • δ) φοβερός:
        • κακόν ενάντιο (Σουμμ., Ρεμπελ. 161).
  • II. Ουσ.
    • Α´
      • α) (Αρσ. και θηλ.) αντίπαλος:
        • (Ιστ. Βλαχ. 1594
        • Σαν βγάλω την ενάντιαν ετούτην απ’ ομπροστά μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [869]
      • β) (αρσ.) (προκ. για πόλεμο) εχθρός:
        • (Κορων., Μπούας 61).
    • Β´ Ουδ.
      • 1) Συμφορά, δυστυχία:
        • όλα τα ενάντια, τά ’χομε, να τα γλυκοβαστούμε (Φαλιέρ., Ρίμ. 278).
      • 2) Μειονέκτημα:
        • εδέησεν ουν, ίνα … δηλώσω … τα καλά αμφοτέρων των μερών και τα εναντία (Σφρ., Χρον. 1043).
      • 3) Εμπόδιο:
        • (Βαρούχ. 2635).
  • III. Το ουδ. με το άρθρο ως επίρρ. = αντίθετα:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 920).

[αρχ. επίθ. εναντίος. Ο τ. ανάντιος και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ενάντιος και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενάντιος -α -ο [enándios] Ε6 λόγ. θηλ. και εναντία : αντίθετος. α. που έρχεται από αντίθετη κατεύθυνση: Ο ~ άνεμος μας εμπόδιζε να μπούμε στο λιμάνι. β. διαφορετικός, αντίθετος εκ διαμέτρου. (απαρχ. έκφρ.) εν εναντία περιπτώσει*. || (ως ουσ.) το ενάντιο, το αντίθετο: Aπ΄ όσα του είπαν, αυτός έκανε τα ενάντια. (λόγ. έκφρ.) μέχρις* αποδείξεως του εναντίου. γ. που αντιτίθεται· αντιτιθέμενος: Έχουν ενάντιες απόψεις. Διαφωνούν, γιατί έχουν ενάντια συμφέροντα. Yπηρετούν συμφέροντα ενάντια προς / με τα δικά μας. ενάντια* & εναντίον* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐναντίος με μετακ. τόνου αναλ. προς άλλα επίθ. με τόνο στην προπαραλ.: αδέξιος]

[Λεξικό Κριαρά]
εναντιοσυμφώνως, επίρρ.
  • Σε αντίθεση και σε συμφωνία:
    • τα τέσσαρα στοιχεία … πάντοτε να διάκεινται εναντιοσυμφώνως και συμφωνοεναντίως (Νεκταρ., Επιτομ. 523).

[<επιρρ. εναντίον + συμφώνως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες