Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμφύσηση η [emfísisi] Ο33 : α.η ενέργεια του εμφυσώ, το να εισάγεται κτ. κάπου με φύσημα. β. (ιατρ.) εισαγωγή αέρα ή αερίου σε φυσική κοιλότητητα του σώματος για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς.
[λόγ.: α: ελνστ. ἐμφύση(σις) -ση `φύσημα μέσα΄· β: σημδ. αγγλ. insufflation]



