Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμφιαλωτήριο το [emfialotírio] Ο40 : εργοστάσιο ή τμήμα εργοστασίου όπου γίνεται εμφιάλωση (ποτών κτλ.): Aυτόματο ~.
[λόγ. εμφιαλω- (δες εμφιαλώνω) -τήριον]



