Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμφιάλωση η [emfiálosi] Ο33 : η ενέργεια του εμφιαλώνω: Εργοστάσιο εμφιάλωσης οίνου / μπίρας, εμφιαλωτήριο.
[λόγ. εμφιαλω- (δες εμφιαλώνω) -σις > -ση]