Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμφανίσιμος -η -ο [emfanísimos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει αρκετά καλή, ευπρεπή εξωτερική εμφάνιση (ενδυμασία κτλ.)· ευπαρουσίαστος: ~ νέος. || (για πργ., συνήθ. σε αρνητική εκφορά): Tο γλυκό έγινε καλό στη γεύση, αλλά δεν είναι εμφανίσιμο, δεν έχει καλή όψη, ώστε να μπορεί κανείς να το προσφέρει.
[λόγ. εμφανισ- (εμφανίζω) -ιμος (διαφ. το ελνστ. ἐμφανίσιμα τά `φόρος που πληρώνεται κατά την εγκατάσταση΄)]