Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εμφανής, επίθ.
-
- 1)
- α) Φρ. εμφανής γίγνομαι = παρουσιάζομαι:
- (Βίος Αλ. 3992)·
- β) έκφρ. εις το εμφανές = μπροστά, ενώπιον:
- (Χρον. Μορ. H 2315).
- α) Φρ. εμφανής γίγνομαι = παρουσιάζομαι:
- 2) Επιφανής:
- Ήσαν δ’ εκεί των εμφανών πλείσται μεγάλαι πόλεις (Βίος Αλ. 5667).
[αρχ. επίθ. εμφανής. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμφανής -ής -ές [emfanís] Ε10 : που διακρίνεται ή γίνεται αντιληπτός (με την όραση ή γενικότερα την αντίληψη) καλά και ευχερώς· ορατός, φανερός, ευδιάκριτος, προφανής, πρόδηλος, αισθητός: Εμφανή σημεία / σημάδια. ~ διαφορά / ομοιότητα / βελτίωση / αύξηση / επίδραση. Παρουσιάστηκε στο δικαστήριο με εμφανή τα σημάδια του ξυλοδαρμού. || (έκφρ.) είναι εμφανές ότι
, είναι φανερό, πρόδηλο.
εμφανώς ΕΠIΡΡ φανερά, αισθητά, πολύ: Έχει ~ βελτιωθεί. || (με επίθ. που σημαίνουν ποσότητα, ποιότητα κτλ., συνήθ. συγκρ. βαθμού): ~ διαφορετικός. ~ καλύτερος / μεγαλύτερος / μικρότερος. [λόγ. < αρχ. ἐμφανής, ἐμφανῶς]



