Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπύημα το [embíima] Ο49 : (ιατρ.) συγκέντρωση πύου σε κοιλότητα του σώματος· (πρβ. απόστημα): ~ άρθρωσης. Xρόνιο / φυματιώδες ~.
[λόγ. < αρχ. ἐμπύημα]



