Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπόριο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπόριο το [embório] Ο40 : η αγορά και η πώληση οποιουδήποτε προϊόντος, η οποία, ως επαγγελματική δραστηριότητα, αποβλέπει σε χρηματικό κέρδος και, ως οικονομική διαδικασία, κάνει τα ποικίλα προϊόντα προσιτά στους καταναλωτές: Aσχολούμαι με το ~. ~ τροφίμων / υφασμάτων / σιτηρών / καπνού / φαρμάκων· (πρβ. εμπορία). ~ όπλων. Εισαγωγικό / εξαγωγικό ~. Εσωτερικό / εξωτερικό / χονδρικό / λιανικό ~. Διαμετακομιστικό ~. Yπουργείο Εμπορίου. Mέτρα για την τόνωση του εμπορίου. || (γεν.) του εμπορίου, για βιομηχανοποιημένα τρόφιμα ή για τρόφιμα που παρασκευάζονται μαζικά σε αντιδιαστολή με αυτά που παρασκευάζονται στο σπίτι. (έκφρ.) εκτός εμπορίου, για προϊόν που δεν προσφέρεται στον καταναλωτή ή το χρήστη με πώληση. ~ λευκής σαρκός, σωματεμπορία γυναικών και παιδιών προορισμένων για πορνεία.

[λόγ. < αρχ. ἐμπόριον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμποριολογία η [emboriolojía] Ο25 : επιστημονικός κλάδος που μελετά γενικώς την εξέλιξη και την οργάνωση του εμπορίου.

[λόγ. εμπόρι(ον) -ο- + -λογία μτφρδ. γαλλ. traité de commerce]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμποριολόγος ο [emboriolóγos] Ο18 θηλ. εμποριολόγος [emboriolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικευμένος στην εμποριολογία.

[λόγ. εμποριο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
εμπόριον το· ’μπορίο· ’μποριό· ’μπόριον.
  • Εμπόριο:
    • (Χρον. Τόκκων 587).

[αρχ. ουσ. εμπόριον. Η λ. και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
εμπόριος η.
  • Οικονομική ευχέρεια:
    • ας τρέφουνται τα παιδία απέ τα αγαθά τα πατρικά, εάν έχουν οι γονείς την εμπόριον (Ελλην. νόμ. 53614 (μήπως ορθότ. ιαν;).)>

[<εμπορώ + κατάλ. ιος· πβ. όμως και ημπόρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες