Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπόδισμα το [embóδizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμποδίζω· παρεμπόδιση, παρακώλυση, απαγόρευση.
[λόγ. < αρχ. ἐμπόδισμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπόδισμα το· αμπόδισμα· εμπόδισμαν· ’μπόδισμα.
-
- 1) «Εμπόδιο» που κρατά την πόρτα ανοιχτή:
- Βγάνουσι τα ’μποδίσματα, σφαλίζουν τ’ αργαστήρια (Ερωτόκρ. Β´ 109).
- 2) Φυσικό ελάττωμα:
- Οπόχει έτοια ’μποδίσματα δεν πολεμά με δέκα (Ερωτόκρ. Α´ 1025).
- 3) «Άρνηση»:
- αμπόδισμα γλυκύ (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1504]).
[αρχ. ουσ. εμπόδισμα. Ο τ. αμπ‑ στο Βλάχ. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) «Εμπόδιο» που κρατά την πόρτα ανοιχτή:



