Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπρόθεσμος -η -ο [embróθezmos] Ε5 : για ενέργεια που γίνεται ή έχει γίνει μέσα σε προκαθορισμένη προθεσμία. ANT εκπρόθεσμος: Εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης / κατάθεση δικαιολογητικών. || (προφ.) για πρόσωπο που ενεργεί πριν τη λήξη προθεσμίας: Είσαι ~. Δεν πήραν την αίτησή μου, γιατί δεν ήμουν ~. || (ως ουσ.): Θα γίνουν δεκτά μόνο τα δικαιολογητικά των εμπροθέσμων.
εμπρόθεσμα & (λόγ.) εμπροθέσμως ΕΠIΡΡ μέσα στα όρια προθεσμίας. ANT εκπρόθεσμα, εκπροθέσμως: Kατέθεσα ~ όλα τα δικαιολογητικά. [λόγ. < ελνστ. ἐμπρόθεσμος· λόγ. < ελνστ. ἐμπροθέσμως]