Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπροσθινός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εμπροσθινός, επίθ.· εμπροστινός· μπροστινός· ομπροσθινός· ομπροστινός.
  • 1)
    • α) Μπροστινός:
      • στο μπροστινόν ποδάριν (Παρασπ., Βάρν. C 410
    • β) (προκ. για στρατιώτη) που βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή:
      • Δεν ήμουν πάντα μπροστινός οπὄκαμνα τη μάχη; (Αλεξ. 1755).
  • 2) Προηγούμενος:
    • ο Λίβιστρος, ο μπροστινός της άνδρας (Λίβ. N 2648).

[<επίρρ. έμπροσθεν + κατάλ. ινός. Ο τ. εμπροστινός και σήμ. ποντ. Ο τ. μπροστινός και σήμ. Η λ. και ο τ. ομπροστινός στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες