Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπράκτως, επίρρ.
-
- Στην πραγματικότητα, αληθινά:
- έπαθεν (ενν. ο Διονύσιος) εμπράκτως πολλά (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 22434).
[μτγν. επίρρ. εμπράκτως. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Στην πραγματικότητα, αληθινά:



