Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμποροκρατία η [emborokratía] Ο25 : οικονομική άποψη και πρακτική του 16ου και 17ου αι. σύμφωνα με την οποία ο πλούτος ενός κράτους εξαρτάται από την ποσότητα χρήματος και πολύτιμων μετάλλων που συσσωρεύει, γεγονός που επιτυγχάνεται με την ενίσχυση του εξαγωγικού εμπορίου και τον περιορισμό του εισαγωγικού· μερκαντιλισμός, εμποροκρατισμός.
[λόγ. εμπορο- + -κρατία απόδ. γαλλ. mercantilisme]



