Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπορευματοποίηση η [emborevmatopíisi] Ο33 : η μεταβολή ενός κοινωνικού αγαθού, μιας κοινωνικής λειτουργίας σε αντικείμενο εμπορικής, οικονομικής συναλλαγής: ~ της παιδείας / της υγείας / της τέχνης.
[λόγ. εμπορευματοποιη- (εμπορευματοποιώ) -σις > -ση]



