Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμπορευματοκιβώτιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπορευματοκιβώτιο το [emborevmatokivótio] Ο40 : μεγάλων διαστάσεων μεταλλικό κιβώτιο, για την ασφαλέστερη μεταφορά και την ευκολότερη φόρτωση και μεταφόρτωση μεγάλης ποσότητας εμπορευμάτων (ή άλλων αντικειμένων)· κοντέινερ.

[λόγ. εμπορευματ- (εμπόρευμα) -ο- + κιβώτιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go