Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμπορείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπορείο το [emborío] Ο39 : παραθαλάσσιος τόπος διακίνησης εμπορευμάτων και διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών, εμπορικό λιμάνι ή εμπορικός σταθμός, σε αποικία: Φοινικικά εμπορεία.

[λόγ. < αρχ. ἐμπο ρεῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go