Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμποδισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εμποδισμός ο· αμποδισμός· ’μποδισμός.
  • 1) Εμπόδιο·
    • (ως προσωποπ.):
      • Το δ’ όνομ’ αυτού γέγραφεν: Εμποδισμός υπάρχει (Λόγ. παρηγ. O 445).
  • 2) Συγκρατημός:
    • σαν ποταμός χειμωνικός που αμποδισμό δεν έχει (Ροδολ. Α´ 185).

[αρχ. ουσ. εμποδισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες