Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπλάζω· επλάζω· ’μπλάζω.
-
- I. (Ενεργ.) συναντώ, ανταμώνω:
- αν μου ’μπλάσουν εις την στράταν, θέλουν με σκοτώσειν (Βουστρ. 2327).
- II. (Μέσ.) συμπλέκομαι:
- εφοβήθην μήπως και εμπλαστούν τα κάτεργα με τα μαγραπίτικα (Μαχ. 20237).
[μτγν. εμπλάζω. Ο τ. ’μπλάζω και σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. εμπελάζω, Χατζ., Λεξ.)]
- I. (Ενεργ.) συναντώ, ανταμώνω: