Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπεριέχω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπεριέχω [emberiéxo] -ομαι Ρ πρτ. εμπεριείχα : (λόγ., συνήθ. για αφηρημένες έννοιες) έχω, διατηρώ μέσα μου· ενέχω: H αντίληψη αυτή εμπεριέχει πολλούς κινδύνους. || (παθ.) υπάρχω, υφίσταμαι μέσα σε κτ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. ἐμπεριέχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες