Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμπειροπόλεμος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εμπειροπόλεμος, επίθ.
  • Έμπειρος στον πόλεμο:
    • στρατηγοί δυνατοί και εμπειροπόλεμοι (Τρωικά 5266).

[μτγν. επίθ. εμπειροπόλεμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπειροπόλεμος -η -ο [embiropólemos] Ε5 : που έχει, αρκετή ή πολλή, εμπειρία σε πολεμικές επιχειρήσεις: Aξιόμαχο και εμπειροπόλεμο στράτευμα. Εμπειροπόλεμη δύναμη. Εμπειροπόλεμοι στρατιώτες.

[λόγ. < ελνστ. ἐμπειροπόλεμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go