Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπειρογνώμων ο [embiroγnómon] θηλ. εμπειρογνώμων [embiroγnó mon] Ο : (λόγ.) εμπειρογνώμονας.
[λόγ. έμπειρ(ος) -ο- + γνώμ(η) -ων· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]



