Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμπειριοκρατία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπειριοκρατία η [embiriokratía] Ο25 : (φιλοσ.) εμπειρισμός.

[λόγ. εμπει ρί(α) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. empirisme (δες εμπειρισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go