Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμμηνόρροια η [eminória] Ο27 : (ιατρ.) το φυσιολογικό φαινόμενο της περιοδικής εκροής από τον κόλπο της γυναίκας αίματος, εκκρίσεων και κατεστραμμένου βλεννογόνου της μήτρας· εμμηνορρυσία, έμμηνη ροή, έμμηνη ρύση, περίοδος, έμμηνα.
[λόγ. έμμην(α) -ο- + -ρροια μτφρδ. νλατ. menorrhea < αρχ. μηνο- (μήν) + -rrhea = -ρροια]