Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμβρόντητος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβρόντητος -η -ο [emvrónditos] Ε5 : που κυριαρχείται από ένα εντονότατο συναίσθημα έκπληξης, εξαιτίας απροσδόκητου συμβάντος· έκπληκτος, κατάπληκτος, έκθαμβος· άναυδος: Όταν πληροφορήθηκε το απροσδόκητο γεγονός, έμεινε εμβρόντητη. Tο πλήθος παρακολουθούσε εμβρόντητο το φοβερό θέαμα.

[λόγ. < αρχ. ἐμβρόντητος `χτυπημένος από κεραυνό, ζαλισμένος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες