Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμβρυουλκία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβρυουλκία η [emvriulkía] Ο25 : (ιατρ.) η χρήση εμβρυουλκού (σε δύσκολο τοκετό).

[λόγ. < ελνστ. ἐμβρυουλκία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go