Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμβολή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβολή η [emvolí] Ο29 : I.(ιατρ.) η απόφραξη αιμοφόρου αγγείου, από θρόμβο αίματος ή άλλο σωματίδιο, και οι προκαλούμενες παθολογικές διεργασίες: Πνευμονική ~. ~ σε στεφανιαία αρτηρία. II. (λόγ., ναυτ.) επίθεση αγήματος πλοίου για την κατάληψη άλλου, ύστερα από πλεύρισμα ή εμβολισμό· ρεσάλτο: Άγημα εμβολής. Aπόπειρα / απόκρουση εμβολής.

[λόγ.: ΙΙ: αρχ. ἐμβολή· Ι: σημδ. γαλλ. embolie (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐμβολή `βάλσιμο μέσα, χτύπημα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εμβολή η.
  • 1) Παρεμβολή, σύμπλεγμα:
    • εμβολαί φύλλων … όροφον εποιούντο (Διγ. Z 3790).
  • 2) Πλήγμα, προσβολή:
    • δυστυχίας εμβολή (Δούκ. 9317).

[αρχ. ουσ. εμβολή. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες