Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμβατήριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβατήριο το [emvatírio] Ο40 : μουσική σύνθεση (ή και τραγούδι) με ρυθμό που κανονίζει το βηματισμό συντεταγμένης ομάδας (στρατιωτών)· (πρβ. μαρς): Στρατιωτικό / πολεμικό / πατριωτικό ~. || (γενικότ.) μουσική σύνθεση με ρυθμό που θυμίζει βηματισμό: Πένθιμο ~. Γαμήλιο ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐμβατήριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go