Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμβάθυνση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβάθυνση η [emváθinsi] Ο33 : το αποτέλεσμα του εμβαθύνω· εξέταση και κατανόηση μιας σκέψης, ενός διανοήματος κτλ. σε βάθος: Aπό την ~ στο νόημα του πρωτοτύπου εξαρτάται η ποιότητα της μετάφρασης.

[λόγ. εμβαθύν(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go