Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμβάθυνση η [emváθinsi] Ο33 : το αποτέλεσμα του εμβαθύνω· εξέταση και κατανόηση μιας σκέψης, ενός διανοήματος κτλ. σε βάθος: Aπό την ~ στο νόημα του πρωτοτύπου εξαρτάται η ποιότητα της μετάφρασης.
[λόγ. εμβαθύν(ω) -σις > -ση]



