Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελόβιος -α -ο [elóvios] Ε6 : που ζει και αναπτύσσεται σε έλη· ελοχαρής: Ελόβια πτηνά / ζώα / φυτά. || (ως ουσ.) τα ελόβια, τάξη φυτών και τάξη πτηνών που ζουν στα έλη.
[λόγ. ελο- + -βιος]



