Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελληνορωμαϊκός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελληνορωμαϊκός -ή -ό [elinoromaikós] Ε1 : που είναι ελληνικός και ρωμαϊκός, που ανήκει στους αρχαίους Έλληνες και στους Ρωμαίους. α. Ελληνορωμαϊκή περίοδος της ιστορίας, κατά την οποία η αρχαία Ρώμη είχε επιβάλει την πολιτική και στρατιωτική της εξουσία στην Ελλάδα και οι Έλληνες το δικό τους πολιτισμό στους Ρωμαίους (περίπου από τον 1ο π.X. ως τον 4ο μ.X. αι.): Ελληνορωμαϊκοί χρόνοι / αιώνες. ~ πολιτισμός. Ελληνορωμαϊκή τέχνη. Ελληνορωμαϊκά μνημεία. || (αθλ.) Ελληνορωμαϊκή πάλη και ως ουσ. η ελληνορωμαϊκή, πάλη στην οποία χρησιμοποιούνται μόνο τα χέρια και απαγορεύονται οι λαβές με τα πόδια καθώς και οι λαβές από τη μέση και κάτω. β. που αναφέρεται (χωρίς χρονικούς περιορισμούς) σε όλον τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και στο ρωμαϊκό: Οι ελληνορωμαϊκές ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

[λόγ. ελληνο- + ρωμαϊκός μτφρδ. αγγλ. greco-roman]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες