Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελληνορθόδοξος -η -ο [elinorθóδoksos] Ε5 : που είναι ταυτόχρονα ελληνικός και ορθόδοξος: H ελληνορθόδοξη εκκλησία του Παρισιού.
[λόγ. ελλην(ο)- + ορθόδοξος]



