Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελληνοδιδάσκαλος ο [elinoδiδáskalos] Ο19 θηλ. ελληνοδιδασκάλισσα [elinoδiδaskálisa] Ο27 : (παρωχ.) α. ο δάσκαλος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. β. ο εκπαιδευτικός λειτουργός του παλαιού (ως το 1929) ελληνικού σχολείου ή σχολαρχείου, δηλαδή των πρώτων τάξεων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
[λόγ. ελλην(ικός)2 -ο- + διδάσκαλος· λόγ. ελληνοδιδάσκαλ(ος) -ισσα]



