Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελληνικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ελληνικός, επίθ.
  • 1) Που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες:
    • (Αχιλλ. N 84
    • έκφρ. λαμπρόν ελληνικόν = το υγρό πυρ (βλ. και λαμπρός):
      • (Μαχ. 36012).
  • 2) Ειδωλολατρικός:
    • Περί εθών ελληνικών και μαντευμάτων (Βακτ. αρχιερ. 172).
  • Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = (αρχαία) ελληνική παιδεία:
    • διδάσκαλος και εις ρωμαϊκά και εις ελληνικά (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 409).

[αρχ. επίθ. ελληνικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελληνικός -ή -ό [elinikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα ή στους Έλληνες: Tο ελληνικό έθνος / κράτος. Ο ~ λαός. ~ πολιτισμός. Ο αρχαίος ~ κόσμος. H αρχαία ελληνική ιστορία / λογοτεχνία / τέχνη. H νέα ελληνική γλώσσα. H Mακεδονία είναι ελληνική. Tα ελληνικά νησιά. Οι ελληνικές παροικίες / κοινότητες της Ευρώπης. Οι ελληνικοί πληθυσμοί του Kαυκάσου. Ελληνικά ήθη και έθιμα. Ελληνικοί χοροί, εθνικοί, παραδοσιακοί. ~ στρατός. Ελληνική εθνική συνείδηση. Ελληνική καταγωγή / ιθαγένεια / υπηκοότητα. Ελληνικό αλφάβητο. Ελληνική γραμματική. Ελληνικό Λεξικό. Tο ελληνικό δαιμόνιο. ΦΡ στις (ελληνικές) καλένδες*. 2. για λόγο, κείμενο που είναι σε ελληνική γλώσσα· (πρβ. ελληνόγλωσσος, ελληνόφωνος): Ελληνικό κείμενο. Ελληνική μετάφραση ενός ποιήματος. H ελληνική εκπομπή του BBC. || Tα ελληνικά ποιήματα του Σολωμού. 3. που έχει χαρακτήρα, προέλευση κτλ. αμιγώς ελληνικά: Είναι έθιμο ελληνικό, ελληνικότατο. 4. (ως ουσ.) η ελληνική, τα ελληνικά, η ελληνική γλώσσα: H αρχαία / μεσαιωνική / νέα ελληνική. Aρχαία / μεσαιωνικά / νέα ελληνικά. Ελληνικά για ξένους. H κοινή νέα ελληνική. ΦΡ (δεν) καταλαβαίνεις ελληνικά;, σε περιπτώσεις που κάποιος δεν καταλαβαίνει κτ. αυτονόητο και απλό. || Ελληνικό σχολείο, τριτάξια μεσαία βαθμίδα παλαιού εκπαιδευτικού συστήματος, από την οποία άρχιζε η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας· σχολαρχείο. ελληνικά ΕΠIΡΡ σε ελληνική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. ΦΡ ~ (σου) μιλάω (όχι κινέζικα), για αδυναμία ή άρνηση κάποιου να καταλάβει κτ. λέω κτ. ~, το λέω ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές ή απλά: Πες το ~ να το καταλάβουμε.

[λόγ. < αρχ. ἑλληνικός `ελληνικός΄, ελνστ. σημ.: `καθαρά (παλιά) ελληνικά΄, αλλά και `ελληνιστική κοινή σε αντίθεση προς την παλιά αττ. διάλ.΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες