Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελλείψει
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελλείψει [elípsi] επίρρ. : (με γεν.) επειδή δεν υπάρχει κτ., εξαιτίας της έλλειψης κάποιου παράγοντα: Tο έργο έμεινε ημιτελές, ~ οικονομικών πόρων. Tο προτιμώ, ~ άλλου καλύτερου.

[λόγ. < αρχ. ἐλλείψει, δοτ. της λ. ἔλλειψις (δες έλλειψη 2) σημδ. γαλλ. manque de]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go