Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελλέβορος ο [elévoros] Ο20 : πολυετές και δηλητηριώδες χόρτο που η λαϊκή ιατρική το χρησιμοποιούσε για τις φαρμακευτικές, θεραπευτικές και πραϋντικές ιδιότητές του κατά της παραφροσύνης.
[λόγ. < αρχ. ἑλλέβορος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελλέβορος ο.
-
- Φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες:
- ελλεβόρου κρητικού γράμμ. α´ (Ιερακοσ. 4976).
[αρχ. ουσ. ελλέβορος. Για τη λ. βλ. Andr., Καραποτόσογλου 1982: 182]
- Φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες:



