Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελκυσμός ο [elkizmós] Ο17 : (λόγ.) έλξη, τράβηγμα. || (ειδικότ.): ~ καπνοδόχου / αεραγωγού, το ρεύμα αέρος που τραβά τον καπνό ή γενικώς τα αέρια προϊόντα της καύσης προς την έξοδο· τράβηγμα: Φυσικός / τεχνητός ~.
[λόγ. < ελνστ. ἑλκυσμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελκυσμός ο.
-
- Τράβηγμα:
- (Δούκ. 3677).
[μτγν. ουσ. ελκυσμός]
- Τράβηγμα:



