Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελθείν
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ελθείν το· ελθεί· ερτεί.
  • Μετάβαση:
    • εκατέβην εν αυτήν το ελθεί μετ’ αυτούς εις Θάρσις (Ιων. I 3).

[απαρέμφ. αορ. του έρχομαι ως ουσ. Τ. έρθει σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go