Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελειογενής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελειογενής -ής -ές [eliojenís] Ε10 : που δημιουργείται σε έλη, που οφείλεται στην ύπαρξη ελών· ελογενής· (πρβ. ελώδης): Ελειογενή αέρια. Ελειογενές αέριο, άλλη ονομασία του μεθανίου. ~ πυρετός, της ελονοσίας, της μαλάριας κτλ.

[λόγ. < ελνστ. ἑλειογενής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go