Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελεγειακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελεγειακός -ή -ό [elejiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ελεγεία. α. που ανήκει ή που αναφέρεται στο αρχαίο ελληνικό ποιητικό είδος της ελεγείας: Ελεγειακή ποίηση. Ελεγειακό ποίημα / άσμα. Ελεγειακοί στίχοι. ~ ποιητής. Ελεγειακό μέτρο / δίστιχο. Ελεγειακή μορφή. β. που έχει το χαρακτήρα της νεότερης ελεγείας: ~ χαρακτήρας. Ελε γειακή ατμόσφαιρα.

[λόγ.: α: ελνστ. ἐλεγειακός· β: σημδ. γαλλ. élégia que (στη νέα σημ.) < υστλατ. elegiacus < ελνστ. ἐλεγειακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go