Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελεήμονας [eleímonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : που δείχνει ευσπλαχνία και προσφέρει τη βοήθειά του σε όσους δυστυχούν· ελεήμων, φιλεύσπλαχνος, φιλάνθρωπος. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἐλεήμων, αιτ. -ονα]



