Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελαφόπουλο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαφόπουλο το [elafópulo] Ο41 : το μικρό του ελαφιού· ελαφάκι.

[ελάφ(ι) -όπουλο]

[Λεξικό Κριαρά]
ελαφόπουλον το· λαφόπολο(ν)· λαφόπουλον.
  • Ελαφάκι:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 551).

[<ουσ. έλαφος + κατάλ. πουλον. Ο τ. λαφόπολον στο Du Cange (λ. λάφι) και ο τ. λαφόπουλον στο Meursius. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go